nabo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nabo | naboj |
αιτιατική | nabon | nabojn |
nabo (eo)
- το κεντρικό μέρος ενός τροχού
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nabo | naboj |
αιτιατική | nabon | nabojn |
nabo (eo)