Μετάβαση στο περιεχόμενο

natural gas

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
natural gas <  δείτε τις λέξεις natural και gas (μαρτυρείται από το 1825)[1]

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
natural gas natural gases

natural gas (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. natural gas - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)