natural gas
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
natural gas | natural gases |
natural gas (en)
- το φυσικό αέριο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ natural gas - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)