naturkatastrofo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- naturkatastrofo < natur- + katastrofo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naturkatastrofo | naturkatastrofoj |
αιτιατική | naturkatastrofon | naturkatastrofojn |
naturkatastrofo (eo)
- καταστροφή της φύσης