naufragé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | naufragé | naufragés |
| θηλυκό | naufragée | naufragées |
naufragé (fr) αρσενικό
- που έχει ναυαγήσει
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| naufragé | naufragés |
naufragé (fr) αρσενικό
- ο ναυαγός