Μετάβαση στο περιεχόμενο

naufragé

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό naufragé naufragés
θηλυκό naufragée naufragées

naufragé (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
naufragé naufragés

naufragé (fr) αρσενικό