navigant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- navigant < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | navigant | navigants |
θηλυκό | navigante | navigantes |
navigant (fr)
- που ταξιδεύει
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | navigant | navigants |
θηλυκό | navigante | navigantes |
navigant (fr) αρσενικό ή θηλυκό