necesaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | necesaĵo | necesaĵoj |
αιτιατική | necesaĵon | necesaĵojn |
necesaĵo (eo)
- η ανάγκη, η αναγκαιότητα