neono
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neono | neonoj |
αιτιατική | neonon | neonojn |
neono (eo)
- το νέον
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neono | neonoj |
αιτιατική | neonon | neonojn |
neono (eo)