νέον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νέον < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική neon < αρχαία ελληνική νέον (αιτιατική ενικού του νέος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νέον και νέο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) χημικό στοιχείο των ευγενών αερίων με ατομικό αριθμό 10 και χημικό σύμβολο το Ne
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νέον | ||
γενική | του | νέου | ||
αιτιατική | το | νέον | ||
κλητική | νέον | |||
όπως «από τα αρχαία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
νέον στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νέον
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
νέον
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)