nepalano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nepalano | nepalanoj |
αιτιατική | nepalanon | nepalanojn |
nepalano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nepalano | nepalanoj |
αιτιατική | nepalanon | nepalanojn |
nepalano (eo)