nepo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nepo | nepoj |
αιτιατική | nepon | nepojn |
nepo (eo)
- ο εγγονός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nepo | nepoj |
αιτιατική | nepon | nepojn |
nepo (eo)