nepo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nepo | nepoj |
αιτιατική | nepon | nepojn |
nepo (eo)
- ο εγγονός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nepo | nepoj |
αιτιατική | nepon | nepojn |
nepo (eo)