neto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neto | netoj |
αιτιατική | neton | netojn |
neto (eo)
- το « καθαρό », η καθαρογραμμένη εργασία