niobo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | niobo | nioboj |
αιτιατική | niobon | niobojn |
niobo (eo)
- το νιόβιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | niobo | nioboj |
αιτιατική | niobon | niobojn |
niobo (eo)