νιόβιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νιόβιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική niobium < αρχαία ελληνική Νιόβη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νιόβιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 41 και χημικό σύμβολο το Nb
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νιόβιο | τα | νιόβια |
γενική | του | νιόβιου & νιοβίου |
των | νιόβιων & νιοβίων |
αιτιατική | το | νιόβιο | τα | νιόβια |
κλητική | νιόβιο | νιόβια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
νιόβιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ονόματα χαρακτήρων (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)