nocturne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

nocturne (en)

  1. πίνακας ζωγραφικής που απεικονίζει νυχτερινή σκηνή
  2. σύνθεση για πιάνο για τις νυχτερινές ώρες

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /nɔk.tyʁn/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
nocturne nocturnes

nocturne (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. νυχτερινός
  2. νυχτόβιος