nod

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nod (en)

nod (en)

  1. γνέφω με το κεφάλι
  2. γέρνω το κεφάλι από τη νύστα