Μετάβαση στο περιεχόμενο

nod

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nod nods

nod (en)

  • το γνέψιμο, το νεύμα με το κεφάλι
      He gave a nod of agreement.
    Έκανε νεύμα πως συμφωνούσε.
ενεστώτας nod
γ΄ ενικό ενεστώτα nods
αόριστος nodded
παθητική μετοχή nodded
ενεργητική μετοχή nodding

nod (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) γνέφω, νεύω με το κεφάλι, κουνώ το κεφάλι μου πάνω-κάτω για να δείξω συμφωνία, κατανόηση κτλ.
      He nodded at me as he passed.
    Μου έγνεψε με το κεφάλι καθώς περνούσε.
      She nodded to me in agreement.
    Μου ένευσε ότι συμφωνεί.
      He nodded approval/approvingly.
    Κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαστικά.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) γνέφω με το κεφάλι, κουνώ το κεφάλι μου κάτω και πάνω μια φορά για να πω ένα γεια ή αντίο σε κάποιον ή για να του δώσω ένα ένδειξη να κάνει κάτι
      She nodded at her friend to greet her.
    Έγνεψε στην φίλη της για να τη χαιρετήσει.
      She nodded to me a welcome.
    Με υποδέχτηκε με μια ελαφρά κίνηση της κεφαλής.
  3. (αμετάβατο) κουτουλώ, γέρνω το κεφάλι, δεν μπορώ να κρατήσω το κεφάλι μου όρθιο από τη νύστα
      She sat nodding by the fire.
    Καθόταν κοντά στην φωτιά και κουτουλούσε.
     συνώνυμα: nod off

Παράγωγα

[επεξεργασία]