noisette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
noisette | noisettes |
noisette (fr) θηλυκό
- (τρόφιμο) το φουντούκι
- (μεταφορικά) οτιδήποτε έχει το μέγεθος ενός φουντουκιού
- une noisette de beurre
- το σαρκώδες μέρος μιας μπριζόλας