noisette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
noisette noisettes

noisette (fr) θηλυκό

  1. (τρόφιμο) το φουντούκι
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε έχει το μέγεθος ενός φουντουκιού
    une noisette de beurre
  3. το σαρκώδες μέρος μιας μπριζόλας

Συγγενικά[επεξεργασία]