noisette
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
noisette | noisettes |
noisette (fr) θηλυκό
- (τρόφιμο) το φουντούκι
- (μεταφορικά) οτιδήποτε έχει το μέγεθος ενός φουντουκιού
- une noisette de beurre
- το σαρκώδες μέρος μιας μπριζόλας