μπριζόλα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπριζόλα < (άμεσο δάνειο) βενετική brisiola < πρωτογερμανική *brasō (θράκα, αναμμένα κάρβουνα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰres- (σπάω, ραγίζω). Ομόρριζο του braciola, υποκοριστικό του brace στην ιταλική . [1][2]

Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /bɾiˈzo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπρι‐ζό‐λα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπριζόλα θηλυκό
- (τρόφιμο, γαστρονομία) πλευρά ζώου που τρώγεται ψητή ή τηγανητή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπριζόλα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μπριζόλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)