norda
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | norda | nordaj |
αιτιατική | nordan | nordajn |
norda (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | norda | nordaj |
αιτιατική | nordan | nordajn |
norda (eo)