Μετάβαση στο περιεχόμενο

nourrisson

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nourrisson < λατινική nutritio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nu.ʁi.sɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nourrisson nourrissons

nourrisson (fr) αρσενικό