nouveauté
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nouveauté | nouveautés |
nouveauté (fr) θηλυκό
- ο νεωτερισμός, κάτι το νέο
ενικός | πληθυντικός |
nouveauté | nouveautés |
nouveauté (fr) θηλυκό