oficejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oficejo | oficejoj |
αιτιατική | oficejon | oficejojn |
oficejo (eo)
- το γραφείο (ο χώρος εργασίας)