Μετάβαση στο περιεχόμενο

okazo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
okazo < okaz- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική okazookazoj
αιτιατική okazonokazojn

okazo (eo)

  1. η ευκαιρία
    tio estas granda 'okazo - είναι μεγάλη ευκαιρία
  2. η περίπτωση
    en ekstrema okazo - σε τελευταία/ακραία περίπτωση