oktobra

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

oktobra < Oktobr- + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική oktobra oktobraj
αιτιατική oktobran oktobrajn

oktobra (eo)

  1. σχετικός με τον Οκτώβριο, οκτωβριανός
    la octobra numero de la revuo - το νούμερο του Οκτωβρίου του περιοδικού