omaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | omaro | omaroj |
αιτιατική | omaron | omarojn |
omaro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | omaro | omaroj |
αιτιατική | omaron | omarojn |
omaro (eo)