omo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | omo | omoj |
αιτιατική | omon | omojn |
omo (eo)
- το ωμ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | omo | omoj |
αιτιατική | omon | omojn |
omo (eo)