on-the-job
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌɒn.ðəˈdʒɒb/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌɑːn.ðəˈdʒɑːb/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
on-the-job (en) (χωρίς παραθετικά)
- που συμβαίνει, γίνεται στη δουλειά ∙ εργασιακός
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ on-the-job - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Πηγές[επεξεργασία]
- on-the-job - Cambridge Dictionary online