one-liner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
one-liner one-liners

Ετυμολογία [επεξεργασία]

one-liner < one + line + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

one-liner (en) (ανεπίσημο)

  • η ατάκα, ένα σύντομο αστείο ή μια αστεία παρατήρηση
    a clever/hilarious/awesome one-liner - έξυπνη/ξεκαρδιστική/φοβερή ατάκα

Πηγές[επεξεργασία]