one-liner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
one-liner | one-liners |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η ατάκα, ένα σύντομο αστείο ή μια αστεία παρατήρηση
- ↪ a clever/hilarious/awesome one-liner - έξυπνη/ξεκαρδιστική/φοβερή ατάκα