oportuna
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oportuna | oportunaj |
αιτιατική | oportunan | oportunajn |
oportuna (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oportuna | oportunaj |
αιτιατική | oportunan | oportunajn |
oportuna (eo)