optikisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | optikisto | optikistoj |
αιτιατική | optikiston | optikistojn |
optikisto (eo)
- αυτός που εργάζεται ή διευθύνει ένα κατάστημα για γυαλιά