orchestra

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
orchestra orchestras

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orchestra (en)

  • (μουσική) η ορχήστρα
    ⮡  What are the instruments of a symphony orchestra?
    Ποια είναι τα όργανα μιας συμφωνικής ορχήστρας;

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
orchestra orchestre

orchestra (it) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]