orchestral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
orchestral (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | orchestral | orchestrals |
θηλυκό | orchestrale | orchestrales |
Επίθετο[επεξεργασία]
orchestral (fr)
- ορχηστρικός; που ανήκει σε συμφωνική ορχήστρα