overdot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
overdot | overdots |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]overdot (en)
- σημείο τελείας επάνω από έναν χαρακτήρα (γράμμα)
- μαθηματικό σύμβολο παραγώγων
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | overdot |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overdots |
αόριστος | overdotted |
παθητική μετοχή | overdotted |
ενεργητική μετοχή | overdotting |
overdot (en)
- βάζω τόνο σαν τελεία πάνω από χαρακτήρα