overstuff

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας overstuff
γ΄ ενικό ενεστώτα overstuffs
αόριστος overstuffed
παθητική μετοχή overstuffed
ενεργητική μετοχή overstuffing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
overstuff < over- + stuff

overstuff (en)

  • παραγεμίζω, γεμίζω κάτι περισσότερο από το κανονικό
    ⮡  Don’t overstuff your bag with things.
    Μην παραγεμίζεις την τσάντα σου με πράγματα.