overstuff
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | overstuff |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overstuffs |
αόριστος | overstuffed |
παθητική μετοχή | overstuffed |
ενεργητική μετοχή | overstuffing |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]overstuff (en)
- παραγεμίζω, γεμίζω κάτι περισσότερο από το κανονικό
- ⮡ Don’t overstuff your bag with things.
- Μην παραγεμίζεις την τσάντα σου με πράγματα.
- ⮡ Don’t overstuff your bag with things.