overwork
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
overwork | - |
overwork (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | overwork |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overworks |
αόριστος | overworked |
παθητική μετοχή | overworked |
ενεργητική μετοχή | overworking |
overwork (en)
- δουλεύω μέχρι υπερβολική κούραση