paca
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paca | pacaj |
αιτιατική | pacan | pacajn |
paca (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paca | pacaj |
αιτιατική | pacan | pacajn |
paca (eo)