pafilego
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pafilego | pafilegoj |
αιτιατική | pafilegon | pafilegojn |
pafilego (eo)
- το κανόνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pafilego | pafilegoj |
αιτιατική | pafilegon | pafilegojn |
pafilego (eo)