paid
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]paid (en) (χωρίς παραθετικά)
- αμειβόμενος, για την οποία οι άνθρωποι λαμβάνουν χρηματική αμοιβή
- ⮡ a highly/well paid job - καλά αμειβόμενη δουλειά
- ⮡ All income from paid work is subject to taxation.
- Κάθε εισόδημα που προέρχεται από αμειβόμενη εργασία υπόκειται σε φορολόγηση.
- αμειβόμενος, για ένα άτομο που λαμβάνει χρήματα για να κάνει δουλειά
- ⮡ She is a highly paid employee.
- Είναι μια καλά αμειβόμενη υπάλληλος.
- ⮡ The regulation hits the lowest paid workers.
- Η ρύθμιση πλήττει τους χειρότερα αμειβόμενους εργαζόμενους.
- ⮡ She is a highly paid employee.
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]paid (en)