Μετάβαση στο περιεχόμενο

paid

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

paid (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. αμειβόμενος, για την οποία οι άνθρωποι λαμβάνουν χρηματική αμοιβή
      a highly/well paid job - καλά αμειβόμενη δουλειά
      All income from paid work is subject to taxation.
    Κάθε εισόδημα που προέρχεται από αμειβόμενη εργασία υπόκειται σε φορολόγηση.
  2. αμειβόμενος, για ένα άτομο που λαμβάνει χρήματα για να κάνει δουλειά
      She is a highly paid employee.
    Είναι μια καλά αμειβόμενη υπάλληλος.
      The regulation hits the lowest paid workers.
    Η ρύθμιση πλήττει τους χειρότερα αμειβόμενους εργαζόμενους.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

paid (en)