palaeontologist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
palaeontologist | palaeontologists |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- palaeontologist < palaeontolog(y) + -ist. (μαρτυρείται από το 1836)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌpæl.i.ɒnˈtɒl.ə.dʒɪst/ (βρετανικό)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : pal‐ae‐on‐tol‐o‐gist
- → δείτε την αμερικανική προφορά με τον συλλαβισμό στο paleontologist
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
palaeontologist (en) (βρετανική γραφή)
- ο/η παλαιοντολόγος
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη palaeontology
[επεξεργασία]
- ↑ paleontologist - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
Πηγές[επεξεργασία]
- palaeontologist - Cambridge Dictionary online
- palaeontologist - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022