paliso
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paliso | palisoj |
αιτιατική | palison | palisojn |
paliso (eo)
- ο πάσσαλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paliso | palisoj |
αιτιατική | palison | palisojn |
paliso (eo)