Μετάβαση στο περιεχόμενο

pantothénique

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
pantothénique pantothéniques

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pantothénique < αρχαία ελληνική παντόθεν  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

[επεξεργασία]

pantothénique (fr) αρσενικό ή θηλυκό