papago
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | papago | papagoj |
αιτιατική | papagon | papagojn |
papago (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | papago | papagoj |
αιτιατική | papagon | papagojn |
papago (eo)