παπαγάλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παπαγάλος < (άμεσο δάνειο) ιταλική pappagallo < μεσαιωνική ελληνική παπαγᾶς (αντιδάνειο) < αραβική ببغاء (babagha) < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.paˈɣa.los/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παπαγάλος αρσενικό
- (πτηνό) συνομοταξία πουλιών που ανήκουν στην οικογένεια των Ψιττακιδών
- (μεταφορικά) αυτός που επαναλαμβάνει τα λόγια άλλων δίχως αντίληψη των νοημάτων τους
- εργαλείο με ρυθμιζόμενο άνοιγμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το εργαλείο διαφέρει από τον κάβουρα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
παπαγάλος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)