παπαγαλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παπαγαλάκι | τα | παπαγαλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παπαγαλάκι | τα | παπαγαλάκια |
κλητική | παπαγαλάκι | παπαγαλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παπαγαλάκι < υποκοριστικό του παπαγάλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παπαγαλάκι ουδέτερο
- μικρός παπαγάλος
- είδος μικρόσωμων πουλιών (Melopsittacus undulatus) που ανήκουν στους παπαγάλους
- εργαλείο χειρός
- (μεταφορικά) άτομο που διαδίδει διάφορες, αγνώστου ποιότητας, πληροφορίες στους χρηματιστηριακούς κύκλους με σκοπό την παραποίηση της τιμής των μετοχών (συνήθως στον πληθυντικό, για ομάδα τέτοιων ατόμων)
- μικρός ανυψωτικός γερανός ενσωματωμένος σε φορτηγό
- ※ Οι γερανοί «παπαγάλοι» ή «παπαγαλάκια» όπως είναι η επικρατούσα ονομασία τους, είναι υδραυλικοί τηλεσκοπικοί γερανοί πολλαπλών χρήσεων οι οποίοι επικάθονται σε φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούνται για την φορτοεκφόρτωση, ανύψωση και ταυτόχρονη μεταφορά φορτίων. (ανακτήθηκε την 1/12/2022 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
είδος πουλιού
είδος εργαλείου
|
άτομο που διασπείρει χρηματιστηριακές ειδήσεις
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)