παπαγαλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παπαγαλάκι τα παπαγαλάκια
      γενική
    αιτιατική το παπαγαλάκι τα παπαγαλάκια
     κλητική παπαγαλάκι παπαγαλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπαγαλάκι < υποκοριστικό του παπαγάλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παπαγαλάκι ουδέτερο

  1. μικρός παπαγάλος
  2. είδος μικρόσωμων πουλιών (Melopsittacus undulatus) που ανήκουν στους παπαγάλους
  3. εργαλείο χειρός
     συνώνυμα:
    γκαζοτανάλια
  4. (μεταφορικά) άτομο που διαδίδει διάφορες, αγνώστου ποιότητας, πληροφορίες στους χρηματιστηριακούς κύκλους με σκοπό την παραποίηση της τιμής των μετοχών (συνήθως στον πληθυντικό, για ομάδα τέτοιων ατόμων)
     συνώνυμα:
    φερέφωνο
  5. μικρός ανυψωτικός γερανός ενσωματωμένος σε φορτηγό
    ※  Οι γερανοί «παπαγάλοι» ή «παπαγαλάκια» όπως είναι η επικρατούσα ονομασία τους, είναι υδραυλικοί τηλεσκοπικοί γερανοί πολλαπλών χρήσεων οι οποίοι επικάθονται σε φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούνται για την φορτοεκφόρτωση, ανύψωση και ταυτόχρονη μεταφορά φορτίων. (ανακτήθηκε την 1/12/2022 [1])
Φορτηγό με γερανό (παπαγαλάκι)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]