παπαγαλίστικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παπαγαλίστικος η παπαγαλίστικη το παπαγαλίστικο
      γενική του παπαγαλίστικου της παπαγαλίστικης του παπαγαλίστικου
    αιτιατική τον παπαγαλίστικο την παπαγαλίστικη το παπαγαλίστικο
     κλητική παπαγαλίστικε παπαγαλίστικη παπαγαλίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παπαγαλίστικοι οι παπαγαλίστικες τα παπαγαλίστικα
      γενική των παπαγαλίστικων των παπαγαλίστικων των παπαγαλίστικων
    αιτιατική τους παπαγαλίστικους τις παπαγαλίστικες τα παπαγαλίστικα
     κλητική παπαγαλίστικοι παπαγαλίστικες παπαγαλίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπαγαλίστικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

παπαγαλίστικος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]