pare-boue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pare-boue | pare-boue |
pare-boue (fr) αρσενικό
- εξάρτημα που εμποδίζει τις πιτσιλιές λάσπης από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου, ποδηλάτου, κλπ., ο λασπωτήρας