parochial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- parochial < αγγλονορμανδικό parochial < υστερολατινικό parochialis / λατινική paroecialis < paroecia < (ελληνιστική κοινή) παροικία < αρχαία ελληνική πάροικος
Επίθετο[επεξεργασία]
parochial (en)