paronyme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- paronyme < παρώνυμος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
paronyme | paronymes |
paronyme (fr) αρσενικό
- το παρώνυμο
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
paronyme | paronymes |
paronyme (fr) αρσενικό ή θηλυκό