partenogenezo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- partenogenezo < partenogenez- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | partenogenezo | partenogenezoj |
αιτιατική | partenogenezon | partenogenezojn |
partenogenezo (eo)