partopreno
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | partopreno | partoprenoj |
αιτιατική | partoprenon | partoprenojn |
partopreno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | partopreno | partoprenoj |
αιτιατική | partoprenon | partoprenojn |
partopreno (eo)