pasaĝero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasaĝero | pasaĝeroj |
αιτιατική | pasaĝeron | pasaĝerojn |
pasaĝero (eo)
- ο επιβάτης